- Πελασγικοῦ
- Πελασγικόςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ARGOLAE ophiomachi — serpentum genus, quos ex Arg Pelasgico in Aegyptum ab Alexandro translatos, ut aspides interficerent, fabulantur. Suidas Α᾿ργόλαι εἶδος ὄφεων, οὕς ἤνεγκε Μακεδὼν ὁ Α᾿λέξανδρος εν τοῦ Α῎ργους τοῦ Πελασγικοῦ εἰς Α᾿λεξάνδρειαν καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸν… … Hofmann J. Lexicon universale
πελαργικός — (I) ή, ό / πελαργικός, ή, όν, ΝΑ [πελαργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελαργό, ο σχετικός με τον πελαργό («πελαργικός νόμος» ο νόμος τών αρχαίων ο οποίος όριζε ότι τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να γηροκομούν τους γονείς τους, όπως κάνουν οι … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… … Dictionary of Greek
Μνησικλής — (5ος αι. π.Χ.). Ο αρχιτέκτων των Προπυλαίων της Ακρόπολης των Αθηνών. Αν και δεν είναι τίποτε γνωστό για τη ζωή του ούτε αναφέρονται άλλα του έργα, ωστόσο και μόνα τα Προπύλαια αρκούν για να τον κατατάξουν μεταξύ των μεγάλων αρχιτεκτόνων της… … Dictionary of Greek
Πενέσται (-ες) — Έτσι ονομάζονται όσοι υποδουλώθηκαν στους αρχαίους Θεσσαλούς, όταν αυτοί επιτέθηκαν κατά της Αυλίδας ή του Πελασγικού Άργους. Στην επιδρομή αυτή των Θεσσαλών, έφυγαν στα νότια όσοι δεν ήθελαν να υποταχτούν, ανάμεσα στους οποίους και οι Μάγνητες,… … Dictionary of Greek
Τήλος — Νησί στα Δωδεκάνησα. Απέχει περίπου 20 ναυτικά μίλια από τη Ρόδο και έχει έκταση 68,82 τ. χλμ. με υψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία (612 μ.). Το νησί παράγει καλής ποιότητας κρασί, όσπρια, σιτηρά και κηπευτικά. Ανεπτυγμένη είναι και η κτηνοτροφία … Dictionary of Greek